μετρητικῇ

μετρητικῇ
μετρητικός
skilled in measuring
fem dat sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μετρητική — μετρητικός skilled in measuring fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετρητικός — ή, ό (Α μετρητικός, ή, όν) [μετρητής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μέτρηση ή που είναι αρμόδιος για μέτρηση ή που είναι ικανός στη μέτρηση («ἐπειδή μέτρον καὶ μετρητικἠ καὶ μετρητικὸς τὸ μεῑζον καὶ τὸ ἔλαττον διακρίνει», Πλάτ.) 2. το θηλ …   Dictionary of Greek

  • ένδεια — η (AM ἔνδεια) 1. έλλειψη τών αναγκαίων, απορία 2. έλλειψη («ένδεια χρημάτων, πόρων, θάρρους», «ένδεια πνευματική», «ἔνδεια δυνάμεως») αρχ. 1. στέρηση, έλλειψη (σε αντίθεση προς την υπερβολή) («μετρητική... ὑπερβολῆς τε καὶ ἐνδείας») 2. λιμός,… …   Dictionary of Greek

  • γεωφωτογραμμετρία — η επιστήμη και τεχνική η οποία ασχολείται με τη λήψη γεωφωτογραμμάτων και με τη μετρητική ή χαρτογραφική απόδοση τους …   Dictionary of Greek

  • γεωφωτόγραμμα — το επίγεια φωτογραφία που λαμβάνεται ώστε να χρησιμοποιηθεί για μετρητική ή χαρτογραφική απόδοση …   Dictionary of Greek

  • κορδέλα — Λέξη που έχει ποικίλες έννοιες και χρήσεις. Έτσι, μπορεί να σημαίνει ταινία από ύφασμα, δέρμα ή άλλη ύλη· μετρική στενή ταινία από κηρωτό ύφασμα για την καταμέτρηση εκτάσεων, οικοπέδων κ.ά.· πριόνι που χρησιμοποιείται στα μηχανικά πριονιστήρια.… …   Dictionary of Greek

  • μετροεικόνα — η φωτογραφική εικόνα που λαμβάνεται από ειδική συσκευή, τον μετροεικονοθάλαμο, με σκοπό τη μετρητική και χαρτογραφική απόδοση μιας περιοχής …   Dictionary of Greek

  • κορδέλα — η (λ. ιταλ.) 1. ταινία από ύφασμα: Δένει τα μαλλιά της με μια κορδέλα. 2. μετρητική ταινία. 3. ελικοειδής δρόμος στην πλαγιά βουνού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”